πυελίδα

πυελίδα
πυελίς
setting
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πυελίδα — η / πυελίς, ίδος, ΝΑ, και πυαλίς, ίδος, Α 1. η κοιλότητα σε δαχτυλίδι για τη στερέωση σφραγιδολίθου 2. κόγχη οφθαλμού νεοελλ. η νεφρική πύελος αρχ. 1. υποδοχή άξονα 2. κάλυκας άνθους 3. (στον τ. πυαλίς) α) σαρκοφάγος, λάρνακα β) δεξαμενή. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • PALEDA et PALETA — a πυελὶς, πυελίδα, funda, obstrigillum seu pala annuli est. Vide supra Pala. Atpaletare, apud Anonymum de Recuper. Terrae S. c. 66. in Gestis Dei per Francos, aliosque citimae aetatis scriptores, ad Palum dimicare est, de qua exercitationis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πυαλίς — ίδος, ἡ, Α βλ. πυελίδα …   Dictionary of Greek

  • πύελος — η, ΝΑ, και πύαλος Α 1. η κοιλότητα σε δαχτυλίδι για στερέωση σφραγιδολίθου, αλλ. πυελίδα 2. κολυμπήθρα για βάπτιση νεοελλ. 1. ανατ. σύνολο τεσσάρων οστών που αποτελούν το κατώτερο τμήμα τού κορμού, στο οποίο χρησιμεύουν ως βάση και προσφέρουν… …   Dictionary of Greek

  • σφραγιδοφυλάκιον — τὸ, Α 1. θήκη κατάλληλη για τη φύλαξη δαχτυλιδιών και, γενικά, κοσμημάτων 2. πυελίδα, σφενδόνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφραγίς, ίδος + φυλάκιον] …   Dictionary of Greek

  • σφραγιδοφύλακας — Ανώτατος κρατικός υπάλληλος, στον οποίο είχε ανατεθεί η φύλαξη της μεγάλης σφραγίδας του Κράτους. Το αξίωμα αυτό δημιουργήθηκε από πολύ παλιά στην Αγγλία, όπου ο λόρδος καγκελλάριος τηρούσε τη μεγάλη σφραγίδα του Κράτους, με την οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”